διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
τοαχρείος άνθρωπος, παλιόκορμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + μούτρο].