παλιόφιλος

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

ο
1. φίλος από τα παλιά χρόνια
2. στον πληθ. οι παλιόφιλοι
οι καλοί φίλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + φίλος].