παμφυές, combining all natures, δέμας, of Pan, IG42(1).130.19 (Epid.).
παμφυής, -ές (Α)(για τον Πάνα) αυτός που συνδυάζει τα πάντα στη φύση του.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φυής (< φύομαι), πρβλ. ευφυής].