παπικός

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πάπα (α. «παπικό κράτος» — το κράτος του Βατικανού
β. «παπική Εκκλησία» — η Δυτική Εκκλησία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στον Αδ. Κοραή].