Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παπικός

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πάπα (α. «παπικό κράτος» — το κράτος του Βατικανού
β. «παπική Εκκλησία» — η Δυτική Εκκλησία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στον Αδ. Κοραή].