παραγώγιση

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

η
η εύρεση του διαφορικού μιας συνάρτησης, διαφόριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράγωγος, μέσω αμάρτυρου παραγωγίζω].