Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
παραιωρέομαι:1 быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);2 виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).