παρακινδυνευτικῶς

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Russian (Dvoretsky)

παρακινδῡνευτικῶς: отважно, дерзновенно (προθύμως καὶ π. λέγειν Plat.).