дерзновенно
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Russian > Greek
ὑπέροπλα, ὑπερκόπως, παρακινδυνευτικῶς, φιλοκινδύνως, ὑπερφιάλως
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
ὑπέροπλα, ὑπερκόπως, παρακινδυνευτικῶς, φιλοκινδύνως, ὑπερφιάλως