παραρτώ

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

-άω και -έω, Α
κρεμώ κάτι κοντά ή πάνω σε κάτι («παρήρτηται μάχαιραν», Πλούτ.
έχει κρεμασμένο μαχαίρι στο πλευρό του).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀρτῶ «κρεμώ»].