παρασκύβω
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
Greek Monolingual
ΝΜ
σκύβω πάρα πολύ στην προσπάθεια μου να δω ή να βρω κάτι.
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
ΝΜ
σκύβω πάρα πολύ στην προσπάθεια μου να δω ή να βρω κάτι.