παραχορταίνω

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

1. (αμτβ.) χορταίνω υπέρμετρα, χορταίνω πάρα πολύ, ώς τον κορεσμό
2. μτφ. απολαμβάνω κάτι πέρα από τα όρια, μπουχτίζω («παραχορτάσαμε τις διασκεδάσεις»
3. (μτβ.) χορταίνω κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει, κάνω κάποιον να χορτάσει υπερβολικά.