παρθενογέννητος

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek (Liddell-Scott)

παρθενογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λεόντ. Βυζάντ. Ι, 1716 Α.

Greek Monolingual

-ον, Μ
παρθενογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + γεννῶ].