παρθενογέννητος
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Greek (Liddell-Scott)
παρθενογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λεόντ. Βυζάντ. Ι, 1716 Α.
Greek Monolingual
-ον, Μ
παρθενογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + γεννῶ].