πασσαλόπηκτος

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
στηριγμένος σε πασσάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + πηκτός (< πήγνυμι «στερεώνω»)].