Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πασσαλόπηκτος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883

Greek Monolingual

-η, -ο
στηριγμένος σε πασσάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + πηκτός (< πήγνυμι «στερεώνω»)].