Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
-η, -ο
στηριγμένος σε πασσάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + πηκτός (< πήγνυμι «στερεώνω»)].