παστέλι

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

το
είδος γλυκίσματος από μέλι και σουσάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pastello < pasta (βλ. λ. πάστα)].