παστέλι

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

το
είδος γλυκίσματος από μέλι και σουσάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pastello < pasta (βλ. λ. πάστα)].