πασχίζω

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

ΝΜ και πασκίζω, Ν
καταθάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτύχω κάτι, μοχθώπασχίζω να τελειώσω μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπάσχισα / ἐπάσκισα, νεώτ. αόρ. του πάσχω / πάσκω, κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. χάσκω > ἐχάσκισα > χασκίζω)].