παταράτσο

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

το
σχοινί του μεγάλου επιστηλίου τών πλοίων, ο παράτονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. paterazzi].