πατητήρι

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

το / πατητήριον, ΝΑ
ο ληνός, κατασκευή ξύλινη ή κτιστή όπου πατιούνται τα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατῶ + επίθημα -ήριον (πρβλ. ορμητήριον).]