πατραδέλφη

German (Pape)

[Seite 535] ἡ, Vaters Schwester, Tante von väterlicher Seite.

Greek (Liddell-Scott)

πατρᾰδέλφη: ἡ, τοῦ πατρὸς ἀδελφή, θεία πρὸς πατρός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η αδελφή του πατέρα, η θεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + ἀδελφή (πρβλ. γυναικαδέλφη)].