πείσω

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

French (Bailly abrégé)

f. de πείθω.

Greek Monotonic

πείσω: μέλ. του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πείσω: fut. к πείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πείσω indic. fut. act. van πείθω.