πεντακωμία

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

ἡ, Α
διοικητική ένωση πέντε κωμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -κωμία (< -κώμος < κώμη), πρβλ. τετρακωμία].