πεπόνι

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

το
βοτ. ο καρπός της πεπονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπόν-ιον, υποκορ. του αρχ. πέπων, -ονος «ώριμος, μαλακός, γλυκός καρπός»].