πεπόνι

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

το
βοτ. ο καρπός της πεπονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπόν-ιον, υποκορ. του αρχ. πέπων, -ονος «ώριμος, μαλακός, γλυκός καρπός»].