περίγοργος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

German (Pape)

[Seite 572] verstärktes simplex, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίγοργος: -ον, πολὺ γοργός, Μαλαλᾶς 1. 14Β, 42Ε.

Greek Monolingual

-ον, Μ
πολύ γοργός.