ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
η / περίζωσις, -ώσεως, ΝΜΑ περιζώννυμιτο να περιζώνει κάποιος κάτι ή να περιζώνεται με κάτι.