περίζωση

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

η / περίζωσις, -ώσεως, ΝΜΑ περιζώννυμι
το να περιζώνει κάποιος κάτι ή να περιζώνεται με κάτι.