περίπτυξη

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

η / περίπτυξις, -ύξεως, ΝΑ περιπτύσσω
περιβολή κάποιου με τους βραχίονες, εναγκαλισμός («κλαυθμοῖς καὶ περιπτύξεσι τοῦ νεκρού», Πλούτ.).