περιέστην

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

French (Bailly abrégé)

v. περιΐστημι.

Russian (Dvoretsky)

περιέστην: aor. 2 к περιΐστημι.