περικαχλάζω

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek (Liddell-Scott)

περικαχλάζω: καχλάζω ὁλόγυρα, Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, 1. 165, 6. ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

Μ
κοχλάζω ολόγυρα.