περικροτώ

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ κροτώ
μσν.
κροτώ ολόγυρα
αρχ.
μτφ. (για πρόσ.) είμαι διαπρεπής, προεξάρχω.