περιτύλιξη
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
Greek Monolingual
η, Ν
η ενέργεια του περιτυλίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιτυλίσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].