περούκα

From LSJ

Greek Monolingual

και περρούκα, η, Ν
πρόσθετη, τεχνητή κόμη από φυσικές ή φυτικές ίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. perrucca < παλαιότερο αμάρτυρο pilucca < λατ. pilus «κόμη»].