πετροπέρδικα

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

η, Ν
κοινή ονομασία του ορνιθόμορφου πτηνού πέρδικα η ελληνική, που ζει σε πετρώδη μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + πέρδικα].