πετρόβλυστος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
πετρόβλυστος: -ον, ὁ ἐκ πέτρας ἀναβλύζων, Cod. Par. CV.
-ον, Α
αυτός που αναβλύζει από την πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + βλύζω «αναπηδώ, αναβλύζω»].