πηκτοειδής
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
Greek Monolingual
ές, Ν
1. αυτός που μοιάζει με πηκτή
2. φρ. «πηκτοειδής πυρήνας»
ανατ. το κεντρικό ζελατινοειδές τμήμα του μεσοσπονδύλιου δίσκου, που περιβάλλεται από τον ινώδη δακτύλιο.