πηκτοειδής
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
Greek Monolingual
ές, Ν
1. αυτός που μοιάζει με πηκτή
2. φρ. «πηκτοειδής πυρήνας»
ανατ. το κεντρικό ζελατινοειδές τμήμα του μεσοσπονδύλιου δίσκου, που περιβάλλεται από τον ινώδη δακτύλιο.