ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
και μπιστολιά, η, Ν (πιστόλι]1. βολή πιστολιού2. ο κρότος ή ο ήχος που παράγεται από τη βολή πιστολιού.