πιστολιά

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

και μπιστολιά, η, Ν (πιστόλι]
1. βολή πιστολιού
2. ο κρότος ή ο ήχος που παράγεται από τη βολή πιστολιού.