πλαγιόστομοι

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. άλλες ονομασίες για τους βελάχιους χονδροϊχθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plagiostomi < πλάγιος + στόμα.