πλαγιόστομοι

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. άλλες ονομασίες για τους βελάχιους χονδροϊχθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plagiostomi < πλάγιος + στόμα.