πλατύσκαλο

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

το, Ν
1. πλατύ, σκαλοπάτι τοποθετημένο στις θέσεις κλίμακας όπου αυτή αλλάζει διεύθυνση
2. η επιφάνεια στην οποία καταλήγει η κλίμακα σε κάθε όροφο ενός κτηρίου.