πλευρίτωμα

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

το, Ν πλευριτώνω
1. η πλευρίτιδα
2. κρυολόγημα, πούντιασμα.