πλευρεκτομή

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

και πλευρεκτομία, η, Ν
ιατρ. η αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρης πλευράς, σε θωρακοπλαστική, σε εγχειρήσεις τών επινεφριδίων κ.ά. χειρουργικές επεμβάσεις.