Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
-έω, Α πλημμελής
διαπράττω σφάλμα σε κάτι σαν να τραγουδώ παράφωνα («τοὺς ἑκουσίως καὶ δι' ὕβριν τι πλημμελοῦντας», Δημοσθ.).