ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
πνευμᾰτοκιθάρα: ἡ, (ὁ Δαβίδ), Θεοφάν. Κεραμ. σ. 317, ἔκδ. Mi.
ἡ, ΝΜ
(για τον Δαβίδ) πνευματική κιθάρα, πνευματικό όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα -ατος + κιθάρα.