ποδεκμαγείον

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

και ποδεκμάγιον, τὸ, Α
κομμάτι υφάσματος για το σκούπισμα τών ποδιών, πετσέτα για τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»].