ποικιλόρραχος

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ποικιλόχρωμη ράχη, ποικιλόνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ρραχος (< ῥάχις)].