Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ποικιλύφαντος: πέπλος, ὁ ποικίλως ἐξυφασμένος, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ζ, 41.
-ον, Μ
(για πέπλο) ο υφασμένος με ποικιλόχρωμα νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ὑφαντός (< ὑφαίνω)].