κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
[Seite 655] ὁ, der Stadtbeherrscher, Poll. 5, 4.
ὁ, Α
ο δυνάστης της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + δυνάστης.