ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough
πολυδόνητος: -ον, ὁ πολὺ δονούμενος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 15. 396.
-ον, Μαυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστροδόνητος].