πολυκαιρία

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

και πολυκαιριά, η, Ν πολύκαρος
μακροχρόνιο διάστημα («η καρέκλα σκέβρωσε από την πολυκαιρία»).